Στα όνειρά μου, βλέπω τον άνθρωπο. Τον βλέπω ριζωμένο στη Γη. Το αίμα του κυλάει στα ποτάμια και τα δάκρυά του φουσκώνουν τις θάλασσες. Τα παιδικά του μάτια λάμπουν και στα γέρικα χέρια του είναι γραμμένη η ιστορία του πολιτισμού. Στα όνειρά μου, ο άνθρωπος είναι ακροβάτης.
Από κάτω του, η άβυσσος.
Πίσω του, το τετελεσμένο. Η συντριβή του από το φυσικό περιβάλλον.
Μπροστά του, το άγνωστο.
Και τώρα; Εδώ που πατάει; Η δίψα. Η μεγάλη Δίψα.
Δεν κοιτάει κάτω συχνά, γιατί ζαλίζεται. Συμπάσχω μαζί του. Του φοράω παπούτσια στα πληγωμένα πόδια και ρούχα για να μην κρυώνει. Του χαρίζω τη φωτιά ξέροντας πως μπορεί να τον κάψει. Όμως, του έχω εμπιστοσύνη. Τον παρακολουθώ στα τεχνολογικά του επιτεύγματα. Όλα αυτά που σκαρφίζεται για να ξεγελάσει το θάνατο.
Συμπάσχω μαζί του, έτσι που τον παρακολουθώ να αγωνίζεται ενάντια στη ματαιότητα, με κάθε τρόπο.
Διψάει, να ποια είναι η πραγματικότητα του. Για αγάπη, για εξουσία, για χρήμα, για έλεγχο, για να γνωρίσει ποιος είναι.
Κι ούτε χέρι βοηθείας…Μόνος κι έρημος…Εξαιτίας μου…
Στα όνειρα μου, βλέπω το μέλλον. Ένα μέλλον ανείπωτο.
Εγώ όμως έχω διαλέξει πλευρά προ πολλού. Έχω προνοήσει για τον Άνθρωπο. Τον μεγάλο διψασμένο. Τον μεγάλο καταδικασμένο. Τον ήρωα και τον κομπάρσο.
Είμαι ο “συνετός”. Είμαι ο “προνοητικός”. Είμαι “αυτός που σκέφτεται πριν κάνει κάτι”.
Του έδωσα τη Φωτιά για να φτιάξει πολιτισμό. Έκανα καλά; Ή έκανα λάθος;
Έπεσα τόσο έξω μαζί του;
Είχε δίκιο ο Δίας να με τιμωρήσει;
Το όνειρό μου έγινε ξαφνικά εφιάλτης.
Κι ο Ηρακλής; Που με έσωσε; Δεν απέδειξε την αξία του Ανθρώπου;
Εγώ φταίω για τη δίψα. Τη δίψα για γνώση και τέχνες κι επιτεύγματα. Για τον σύγχρονο πολιτισμό…
Κρατήσου! Μην πέφτεις ακόμα, κρατήσου!
Ονειρεύομαι πάλι. Καινούρια όνειρα, καινούρια μελλούμενα.
Δεν θα πάψω ποτέ να πιστεύω σε σένα.
~ Ο Πατέρας του Σύγχρονου Ανθρώπου, Προμηθέας ~