Έπαρση (μέρος πρώτο)

 

Τα άδεια σακιά τα φουσκώνει ο αέρας, και τους ανόητους η έπαρση.

 

Κάποτε ζούσε ένας νέος, ο Ύψης, που από μικρός άκουγε από τους γονείς του κι ύστερα από τους υπόλοιπους για την υπερφυσική δύναμη, τη Σοφία και την δικαιοσύνη του Κένταυρου Χείρωνα. Στην καρδιά του νέου είχε φωλιάσει ο φθόνος και επιθυμούσε να ξεπεράσει τον Χείρωνα και να μιλάνε όλοι πλέον για εκείνον. Ο Ύψης ήταν πράγματι πολύ ικανός στην τοξοβολία, αλλά ήταν άμυαλος και γεμάτος έπαρση. Όπου βρισκόταν, υπερηφανευόταν για τις δεξιότητές του και δεν έπαυε να χλευάζει τον Κένταυρο, αλλά ακόμη και τους ίδιους τους θεούς.

Κάποια μέρα ο Ύψης αποφάσισε να ταξιδέψει στα βουνά των Κενταύρων για να βρει και να προκαλέσει το Χείρωνα σε έναν αγώνα τοξοβολίας. Ήθελε να ταπεινώσει τον Κένταυρο και να αποδείξει πως εκείνος ήταν άξιος λατρείας και όχι ένα τέρας μισό άλογο, μισό άνθρωπος.

Μαζί του ο Ύψης πήρε και τους δυο υπηρέτες του έτσι ώστε να έχει μάρτυρες για τη νίκη του. Οι κοινοί θνητοί δεν επιτρεπόταν να εισέλθουν στο δάσος, αλλά οι υπηρέτες αναγκάστηκαν με απειλές για τη ζωή τους να το κάνουν. Ο ίδιος ο Ύψης, που η αλαζονεία του ήταν τυφλή, δεν συνειδητοποίησε την ύβρη που διέπραττε.

Μόλις πλησίασαν το βουνό, τα άλογά τους έπαψαν να τους υπακούνε και αφινίασαν. Γι αυτό, αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν και να συνεχίσουν πεζοί.

Μετά από ώρες περπάτημα μέσα στο απαγορευμένο δάσος, οι ταξιδιώτες άκουσαν ποδοβολητά. Ένα τσούρμο από αγριεμένους Κενταύρους κατευθυνόταν κατά πάνω τους ορμητικά. Οι υπηρέτες σήκωσαν ψηλά τα χέρια, έτοιμοι να πεθάνουν από τον τρόμο τους. Ο Ύψης ωστόσο, φόρεσε ένα ύφος χιλίων καρδιναλλίων και περίμενε ότι οι κένταυροι θα σταματούσαν. Όμως εκείνοι επιταχυνόμενοι κόντευαν να τους ποδοπατήσουν.

 

io

io

Articles: 18