Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο Θάνατος είναι δίδυμος αδερφός του Ύπνου.
Σε αντίθεση όμως με τον Ύπνο, που ταξιδεύει γαλήνια πάνω από τη θάλασσα και τη γη και είναι ευχάριστος στους ανθρώπους, ο Θάνατος είναι ανένδοτος και κατά συνέπεια μισητός από τους ανθρώπους.
Για τη λατρεία του θεού ελάχιστα πράγματα προσφέρονται, γιατί ο Θάνατος ούτε θέλει, ούτε δέχεται δώρα.
Γι’ αυτόν δεν υπάρχει βωμός. Συνήθως παριστάνεται σαν όμορφος νέος, άλλοτε με φτερά κι άλλοτε χωρίς φτερά.
Σύντροφος του Θανάτου είναι η Μακαρία του Ηρακλή.
Αμέσως μετά τον θάνατο του Ηρακλή και την άνοδό του στον Όλυμπο, τα παιδιά του έμειναν χωρίς προστάτη και καταδιώχθηκαν από τον Ευρυσθέα.
Κατέφυγαν αρχικώς στον βασιλιά της Τραχίνας, τον Κύηκα, που θυμόταν τις ευεργεσίες του Ηρακλή. Αλλά ο Ευρυσθέας τον ανάγκασε να τα διώξει.
Τότε οι Ηρακλείδες πήγαν στην Αθήνα, όπου βασίλευε ο Θησέας (κατ’ άλλους οι απόγονοί του), και του ζήτησαν άσυλο, καθίζοντας ως ικέτες στον «Ελέου βωμόν».
Ο Ευρυσθέας ζήτησε την παράδοση των «ικετών», ωστόσο ούτε ο Θησέας, ούτε άλλος Αθηναίος δέχθηκε να τους παραδώσει, κι έτσι ο Ευρυσθέας κήρυξε τον πόλεμο στην Αθήνα.
Στη μάχη που επακολούθησε στην Αττική, οι Αθηναίοι κατετρόπωσαν τον στρατό του Ευρυσθέως, ο οποίος έχασε τη ζωή του, ενώ σκοτώθηκαν και οι 5 γιοί του.
Η νίκη αυτή είχε προφητευθεί από το Μαντείο των Δελφών, που είχε δώσει στους Αθηναίους την υπόσχεση ότι θα νικούσαν αν θυσιαζόταν με τη θέλησή της μία παρθένος από «γένος ευγενών». Η Μακαρία, κόρη του Ηρακλή και της Δηιάνειρας, θυσιάστηκε τότε θεληματικά για να χαρίσει τη νίκη στα αδέλφια της και τους Αθηναίους.
Ορφικός Ύμνος Θανάτου
Κλῦθί μευ, ὃς πάντων θνητῶν οἴηκα κρατύνεις
πᾶσι διδοὺς χρόνον ἁγνόν, ὅσων πόρρωθεν ὑπάρχεις·
σὸς γὰρ ὕπνος ψυχῆν θραύει καὶ σώματος ὁλκόν,
ἡνίκ’ ἂν ἐκλύῃς φύσεως κεκρατημένα δεσμὰ
τὸν μακρὸν ζῴοισι φέρων αἰώνιον ὕπνον,
κοινὸς μὲν πάντων, ἄδικος δ’ ἐνίοισιν ὑπάρχων,
ἐν ταχυτῆτι βίου παύων νεοήλικας ἀκμάς·
ἐν σοὶ γὰρ μούνῳ πάντων τὸ κριθὲν τελεοῦται·
οὔτε γὰρ εὐχῇσιν πείθῃ μόνος οὔτε λιτῇσιν.
ἀλλά, μάκαρ, μακροῖσι χρόνοις ζωῆς σε πελάζειν
αἰτοῦμαι, θυσίαισι καὶ εὐχωλαῖς λιτανεύων,
ὡς ἂν ἔῃ γέρας ἐσθλὸν ἐν ἀνθρώποισι τὸ γῆρας.
Μετάφραση στα Νέα Ελληνικά
Ακουσε με, συ που κρατείς όλων των ανθρώπων την ζωήν, και που δίδεις χρόνον αγνόν εις εκείνους, από τους οποίους ευρίσκεσαι μακράν. Διότι ο ιδικός σου ύπνος τσακίζει την ψυχήν και σύρει το σώμα, διότι διαλύεις τα συγκρατημένα δεσμά του σώματος (τα δεσμά πού συγκρατούν το σώμα), και φέρεις εις τους ζωντανούς τον μακρόν αιώνιον ύπνον και είσαι μεν κοινός εις όλους, άλλ’ εις μερικούς δείχνεσαι άδικος, όταν με ταχύτητα θετής τέρμα του βίου εις ανθρώπους ακμαίους και νέους κατά την ηλικίαν διότι από εσένα μόνον εκτελείται εκείνο πού απεφασίσθη περί όλων διότι μόνον εσύ δεν πείθεσαι ούτε από προσευχάς ούτε από παρακλήσεις. Αλλά ώ μακάριε, σου ζητώ να προσέρχεσαι ύστερα από πολλά έτη ζωής, και σε παρακαλώ γι αυτό με θυσίες και με προσευχές ώστε το γήρας (τα γηρατειά) να είναι για τους ανθρώπους καλόν βραβείον.
