Όπως αντιλήφθηκε ο Ύψης, το τόξο ήταν ακριβώς στα μέτρα του και ευτυχώς ο Χείρωνας δεν του είχε παίξει κανένα ύπουλο παιχνίδι σχετικά με τη συμφωνία τους. Όμως, άρχισε να αναρωτιέται γιατί είχε ζητήσει ο Κένταυρος να διαλέξει εκείνος το τόξο…
Το τόξο ήταν σκαλιστό με διακόσμηση από χρυσό και όμορφα πετράδια. Ο Ύψης το σήκωσε και τράβηξε ένα βέλος από την φαρέτρα. Πέρασε το βέλος στο τόξο, το τέντωσε και σημάδεψε τον κορμό ενός κοντινού δέντρου. Η βολή του Ύψη ήταν τόσο καλή που το βέλος καρφώθηκε στον κορμό και τον διαπέρασε. Μέχρι να νυχτώσει ο Ύψης είχε προετοιμαστεί με απόλυτη επιτυχία. Εκείνη την ώρα, εμφανίστηκε κι ο Χείρωνας.
“Είσαι έτοιμος;”, τον ρώτησε με ευγένεια.
“Πανέτοιμος!”
“Θα ήθελα να ξέρεις πως αυτό είναι το Ιερό τόξο του δάσους. Έχει τη δική του σοφία και είναι πάνω από όλα δίκαιο. Όμως, ας μην χρονοτριβούμε άλλο. Μπορείς να διαλέξεις εσύ το στόχο.”
Ο Χείρωνας κοίταξε ψηλά το συννεφιασμένο ουρανό και δύο συννεφάκια που έκρυβαν το φεγγάρι παραμέρισαν κι άφησαν το σεληνόφως να αποκαλυφθεί και να τους φωτίσει.
Ο Ύψης πρότεινε να τοποθετήσουν ένα βελανίδι πάνω σε μία μεγάλη πέτρα κι ο Χείρωνας συμφώνησε.
Πρώτος θα έριχνε ο Ύψης. Τα χέρια του είχαν ιδρώσει και το άγχος του τον είχε κυριεύσει. Ο καιρός, παρόλα αυτά, ήταν πολύ ευχάριστος. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει στην άκρη τα παιδιάστικα συναισθήματα και να συγκεντρωθεί με όλη του τη δύναμη. Φύσηξε τα χέρια του και πήρε το τόξο. Έπιασε ένα βέλος και άρχισε να σημαδεύει. Η αγωνία του είχε χτυπήσει κόκκινο. Το βέλος βρισκόταν στο μαγουλό του, έτοιμο να εκτοξευτεί. Τη στιγμή που το βέλος άφησε το τόξο, στο δάσος επικρατούσε απόλυτη σιωπή, μια αλλόκοτη και μυστήρια σιωπή. Μόλις το βέλος εκτοξεύτηκε, φύσηξε ένας τόσο δυνατός άνεμος που το έστρεψε προς άλλη κατεύθυνση και πήγε και καρφώθηκε στον διπλανό θάμνο.
“Μα πώς; Μα τι έγινε;” αναρωτήθηκε ο Ύψης αγανακτισμένος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τόσο ξαφνικά παρουσιάστηκε αυτός ο μυστήριος άνεμος από το πουθενά. Ο Χείρωνας τον καθυσήχασε. “Μπορείς να ξαναδοκιμάσεις”, του είπε. Ο Ύψης ξαναπροσπάθησε. Και ξαναπροσπάθησε… Και κάθε φορά γινόταν το ίδιο. Ένας δυνατός ουρανοκατέβατος άνεμος του έπαιρνε το βέλος και το έριχνε αλλού. Μετά από δέκα προσπάθειες, τα παράτησε. “Ρίξε κι εσύ”, είπε στον ήρεμο Κένταυρο. “Όπως θέλεις”,του απάντησε εκείνος. Ο Χείρωνας σήκωσε το πανέμορφο τόξο και για ακόμη μία φορά ο Ύψης θαύμασε τη μορφή του, που κάτω από το φως του φεγγαριού ήταν ακόμη πιο επιβλητική.
Προς έκπληξη του ο Ύψης, είδε τον Χείρωνα να σημαδεύει προς τα πάνω στον Ουρανό. Το βέλος του έφυγε προς τα αστέρια, που τρεμόπαιζαν ζωηρά. Μετά τη βολή του, ο Χείρωνας γύρισε, τον κοίταξε και του είπε “Ας κερδίσει ο καλύτερος”. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα το βέλος του καρφώθηκε πάνω στο βελανίδι.
Ο Ύψης τα είχε χαμένα. Άρχισε τότε να καταλαβαίνει πως υπήρξε απερίσκεπτος, επιπόλαιος και πάνω από όλα αλαζονικός, πως υπήρχαν πράγματα και πλάσματα πολύ ανώτερα από τον ίδιο και ένας ξαφνικός φόβος τον κυρίευσε για την τιμωρία που θα του επιβαλλόταν από τον Χείρωνα και το απαγορευμένο δάσος.
“Το τόξο αποφάσισε.” , δήλωσε ο Χείρωνας και η φωνή του αντήχησε σε ολόκληρο το δάσος.
Ο Ύψης ένιωθε ταπεινωμένος. Οι υπηρέτες που παρακολουθούσαν τον κοιτούσαν απορημένοι.
“Αυτό εδώ δεν είναι ένα απλό δάσος. Και οι θνητοί που εισέρχονται θα πρέπει πολύ να προσέχουν, γιατί το δάσος έχει τους δικούς του νόμους και δεν υπακούει στην ανθρώπινη λογική. Εδώ όλα είναι συνδεδεμένα και όποιος διαταράσσει την αρμονία, τιμωρείται.” Ο Κένταυρος κούνησε τα πόδια του και ένας αλλόκοτος αέρας φύσηξε για άλλη μία φορά. Ο Ύψης τον είδε για πρώτη φορά θυμωμένο. Η φωνή που βγήκε από τα σωθικά του ήταν φοβερή.
“Θα αφήσω τους υπηρέτες σου να φύγουν για να διηγηθούν αυτά που συνέβησαν απόψε, αλλά εσύ θα τιμωρηθείς για την αλαζονεία σου, Ύψη. Το δάσος δεν θα σε αφήσει ποτέ πια ελεύθερο να γυρίσεις στους ανθρώπους που τόσο υποτίμησες. Θα μείνεις εδώ και θα ζήσεις μαζί μου μέχρι να αποφασίσω πως θεραπεύτηκες. Προσπάθησε να δραπετεύσεις και θα δεις πως το δάσος έχει γίνει για σένα ένας απέραντος λαβύρινθος. Αυτή είναι και η τιμωρία σου.”